- πίπιζα
- Αερόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας των ζουρνάδων. Ο σωλήνας της, που καταλήγει σε καμπάνα, έχει 12-15 τρύπες, από τις οποίες οι 8 μόνο παράγουν φθόγγους, ενώ οι άλλες προορίζονται για την αρμονία του ήχου και τη διακόσμηση. Ο ήχος παράγεται από ένα διπλό καλάμι ή γλωσσίδι, σαν του όμποε, που λέγεται τσαμπούνι και προσαρμόζεται στο επιστόμιο του κυλίνδρου.
Τρεις πίπιζες από τη συλλογή του Κέντρου Λαογραφικής Έρευνας της Ακαδημίας (Αθήνα). Η πίπιζα είναι από τα πιο κοινά λαϊκά μουσικά όργανα.
Η πίπιζα αποτέλεσε βασικό όργανο της μουσικής των Κελτών. Εδώ, στιγμιότυπο από φεστιβάλ Κέλτικης παραδοσιακής μουσικής στη Γαλλία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Νμουσ. αερόφωνο λαϊκό μουσικό όργανο, είδος πρωτόγονου όμποε που κατασκευάζεται από σκληρό και στεγνό ξύλο, συνήθως καρυδιάς ή οξιάς, αλλ. ζουρνάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. pipeza].
Dictionary of Greek. 2013.